- τηκτός
- -ή, -ό / τηκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τήκω]αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, εύτηκτος, ευδιάλυτος (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς γένος τροφῆς», ΠΔγ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.)αρχ.1. αυτός που έχει τηχθεί, τηγμένος, λειωμένος («τηκτὸς μόλυβδος», Ευρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τηκτόνφάρμακο ευδιάλυτο, που πίνεται διαλυμένο.
Dictionary of Greek. 2013.